ἐπιβάντ'

ἐπιβάντ'
ἐπιβάντα , ἐπιβαίνω
go upon
aor part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιβάντα , ἐπιβαίνω
go upon
aor part act masc acc sg
ἐπιβάντι , ἐπιβαίνω
go upon
aor part act masc/neut dat sg
ἐπιβάντε , ἐπιβαίνω
go upon
aor part act masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”